ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περίσταση επικοινωνίας | situation |
| σημασιολογία των περιστάσεων (η) | situation semantics |
| σημασιολογία περίστασης | situation semantics |
| περιστασιακός-ή-ό | situational |
| περιστατικό κείμενο (το) | situational context |
| περιστασιακό περικείμενο | situational context |
| καταστασιακή γλωσσική διδασκαλία (η) | situational language teaching |
| περιστασιακή σημασία (η) | situational meaning |
| μέθοδος εκμάθησης μέσα από καταστάσεις (η) | situational method |
| καταστασιακή διδακτέα ύλη (η)/καταστασιακό αναλυτικό πρόγραμμα (το) | situational syllabus |