ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Αδελφική γλώσσα (η) | sister language |
| προσαρτώ σε αδελφικό κόμβο | sister-adjoin |
| προσάρτηση στοιχείων σε αδελφικό κόμβο (η) | sister-adjoin |
| προσάρτηση σε αδελφικό κόμβο (η) | sister-adjunction |
| Οριζόντια εξάρτηση (η) | sister-dependency |
| σχέση οριζόντιας εξάρτησης (η) | sister-dependency relation |
| αδελφικοί-ές-ά | sisters |
| (Σλοβάκικα), Σουάτι (η) | Siswati |
| τοποθετημένη ενσωμάτωση (η) | situated embodiment |
| περίσταση (η) | situation |