ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| σημασιολογικός-ή-ό, | semantic |
| σημασιολογική ανάλυση | semantic analysis |
| σημασιολογική ανάλυση | semantic analysis (semantic parsing) |
| σημασιολογική ανωμαλία | semantic anomaly |
| σημασιολογική αντινομία/αντίφαση (η) | semantic antinomy |
| σημασιολογική φθορά (η) | semantic attrition |
| σημασιολογικός αποχρωματισμός (ο), αποσημασιολογικοποίηση (η) | semantic bleaching |
| σημασιολογική βάση εκκίνησης (η) | semantic bootstrapping |
| σημασιολογική διεύρυνση (η) | semantic broadening |
| σημασιολογική κατηγόρια | semantic category |