ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιστέλλω | retract |
| ανακεκλημένος,-η,-ο | retracted |
| περιεσταλμένος-η-ο, | retracted |
| περιεσταλμένος-η-ο | retracted |
| περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) | Retracted Tongue Root (RTR) |
| περιεσταλμένη βάση της γλώσσας (η) | retracted tongue root (RTR) |
| Περιστολή (η), ανάκληση (η) | retraction |
| Περιστολή (η), ανάκληση (η) | retraction |
| ανάκτηση (η) | retrieval |
| άντληση (η) | retrieving |