ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αντικείμενο αναφοράς (το) | reference object |
| πρότυπο αναφοράς | reference pattern |
| σημείο αναφοράς | reference point |
| επαγγελματίας της αναφοράς | reference professional |
| επιστήμη της αναφοράς | reference science |
| τμήμα έργων αναφοράς (το) | reference section |
| σύνολο έργων αναφοράς (το) | reference set |
| σύνολο έργων αναφοράς (το) | reference shelf |
| αναφορικές δεξιότητες | reference skills |
| αναφορά, συγκεκριμένη | reference specific |