ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| γρήγορη αναφορά (η) | ready reference |
| έτοιμα εκφωνήματα | ready-made utterances |
| πραγματικός,-ή,-ό | real |
| πραγματικός ορισμός (ο) | real definition |
| πραγματικά αντικείμενα (τα) | realia |
| πραγματικό(το) | realis |
| πραγματικός,-ή,-ό | realis |
| Πραγματικός-ή-ό | realis / real |
| πραγμάτωση (η) | realisation |
| μελέτη σε πραγματικό χρόνο (η) | real-time study |