ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιορισμός της λογικοπροτασιακής νησίδας (ο) | propositional island constraint |
| λογικοπροτασιακή λογική (η) | propositional logic |
| λογικοπροτασιακή σημασία (η) | propositional meaning |
| λογικοπροτασιακό περιεχόμενο | propositional meaning |
| συνεκτικότητα της λογικοπροτασιακής συμμασίας (η) | propositional meaning coherence |
| λογικοπροτασιακή συνωνυμία (η) | propositional synonymy |
| λογικές προτάσεις (οι) | propositions |
| εμπορική/κατοχυρωμένη ονομασία/επωνυμία (η) | proprietary name |
| ιδιοδεκτική ανατροφοδότηση (η) | proprioceptive feedback |
| απαγόρευση (η) | proscription |