ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προγραμματισμένη μάθηση (η) | programmed learning |
| γλώσσα προγραμματισμού (η) | programming language |
| πρόοδος (η) | progress |
| τεστ προόδου (το) | progress test |
| προκαταβολικός,-ή,-ό | progressive |
| προοδευτικός,-ή,-ό | progressive |
| προοδευτικός-ή-ό / προκαταβολικός-ή-ό | progressive |
| προοδευτική/προκαταβολική (συντηρητική) αφομοίωση (η) | progressive (preservative) assimilation |
| Εξελισσόμενος-η-ο, προοδευτικός-ή-ό, διαρκής-ής-ές, | progressive (prog) |
| εξακολουθητικός,-ή,-ό | progressive (prog) |