ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συντάσσω κείμενο | prepare a text |
| προθέτω | prepose |
| μετακινώ σε πρωτύτερη/προγενέστερη θέση | prepose |
| Μετακίνηση σε πρωτύτερη/προγενέστερη θέση (η) | preposing |
| Μετακίνηση σε πρωτύτερη/προγενέστερη θέση (η) | preposing |
| πρόθεση (η) | preposition (P, pr, prep, PREP) |
| κατηγορία πρόθεσης (η) | preposition category |
| συμπλήρωμα πρόθεσης (το) | preposition complement |
| εγκατάλειψη πρόθεσης (η) | preposition stranding |
| προθετικός,-ή,-ό | prepositional |