ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κατηγορηματικό προσάρτημα (το) | predicative adjunct |
| κατηγορηματικό συμπλήρωμα (το) | predicative complement |
| κατηγορητής (ο) | predicator |
| predicator | |
| προβλέψιμο χαρακτηριστικό (το) | predictable feature |
| που προβλέπει | predictive |
| εγκυρότητα πρόγνωσης (η), προβλεπτική/προγνωστική εγκυρότητα (η), προγνωστικό κύρος (το) | predictive validity |
| προβλεπτής (ο) | predictor |
| προκατασκευασμένη γλώσσα (η) | prefabricated language |
| πρόλογος (ο) | preface |