ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας (ο) | plural of majesty |
| πληθυντικός σεμνότητας (της) | plural of modesty |
| πληθυντικό όνομα (το) | plurale tantum |
| πληθυντικά ονόματα (τα) | pluralia tantum |
| πληθυντικά ονόματα (τα) | pluralia tantum |
| πληθυντικότητα (η) | plurality |
| ουδετεροποίηση πληθυντικού (η) | plurality neutralization |
| όνομα/ουσιαστικό μόνο με πληθυντικό (το), πληθυντικό όνομα/ουσιαστικό (το) | plural-only noun |
| πληθυντικοί (οι) | plurals |
| Πολυκεντρικός-ή-ό | pluricentric |