ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| έκκροτος,-η,-ο | plosive |
| κλειστός,-ή,-ό μη έρρινος,-η,-ο | plosive |
| Έκκροτο κλειστό (το), κλειστό (το) | plosive |
| κλειστό σύμφωνο (το) | plosive consonant |
| έκκροτος φθόγγος (ο) | plosive consonant |
| έκκροτα (τα) | plosives |
| υπερσυντέλικος (ο) | pluperfect |
| πληθυντικός (αριθμός) (ο) | plural (pl. PL) |
| σχηματισμός πληθυντικού (ο) | plural formation |
| πληθυντικός (αριθμός) (ο) | plural number |