ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προσωπικός,-ή,-ό | personal |
| προσωπική λειτουργία (η) | personal function |
| Κόρπους Προσωπικών Επιστολών (το) | Personal Letters Corpus |
| προσωπικό όνομα (το) | personal name |
| προσωπική αντωνυμία (η) | personal pronoun |
| προσωπικό ρήμα το) | personal verb |
| εξατομίκευση εφαρμογής (η) | personalizing the application |
| προσωποποίηση (η) | personification |
| σύστημα προοπτικής/θέασης (το) | perspectival system |
| προοπτική (η) | perspective |