ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πρόταση “πέιτσεκ” (η) | paycheck sentence |
| ΦΣΤ (Φωνητικά Σταθερός Τύπος) (ο) | PCF |
| αυτόματο στοίβας (το) | pda |
| Γλωσσολογία της ειρήνης (η) | peace linguistics |
| κορυφή κύματος (η) | peak |
| κορυφή (η) | peak |
| αιχμή (η) | peak |
| περιορισμός της κορυφής κύματος (ο) | peak constraint |
| παιδαγωγικό κόρπους (το) | pedagogic corpus |
| Παιδαγωγική γραμματική (η) | pedagogic grammar |