ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Συντακτική ανάλυση (η) συντακτικός αναλυτής (ο) | parsing, parse, parser |
| μέρος (το) | part |
| μερική μάθηση (η) | part learning |
| μέρος του λόγου (το) | part of speech / part-of-speech |
| μικροδεξιότητες (οι), επιμέρους δεξιότητες (οι) | part skills |
| Παρθική (η) (γλώσσα) | Parthian |
| μερικός,-ή,-ό | partial |
| λεξικό μερών του λόγου (το) | part-of-speech dictionary |
| αναγνώριση/επισημείωση μέρους του λόγου (η) | part-of-speech tagging(POS) |
| σχέση όλου-μέρους (η) | part-whole relation |