ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συντακτική μεταβολή (η) | parse |
| συντακτική ανάλυση (η) | parse |
| συντάσσω | parse |
| αναλυτικό δένδρο (το) | parse tree |
| δέντρο συντακτικής ανάλυσης (το) | parse tree |
| δένδρο συντακτικής ανάλυσης (το) | parse tree |
| συντακτικός αναλυτής (ο) | parser |
| ανάλυση (η) | parsing |
| συντακτική ανάλυση (η) | parsing |
| λεκτική ανάλυση (η) | parsing |