ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| παραδειγματική μετατόπιση (η) | paradigmatic shift |
| ποικιλότητα παραδειγματική (η) | paradigmatic variability |
| παραδειγματικές σχέσεις (οι) | paradigmatical relations |
| παραδειγματικότητα (η) | paradigmaticity |
| παραδειγματικές σχέσεις (οι) | paradigmatics |
| παράδοξο (το) | paradox |
| επίθεση (η) | paragoge |
| υπόδειγμα, πρότυπο (το) | paragons |
| παραγραμματισμός (ο) | paragrammatism |
| παραλαλία (η) | paralalia |