ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) Otomanguean
Οτόμι (η) (γλώσσα) Otomi
ωτοσκλήρωση (η) otosclerosis
δομή εξωτερικής πρόσβασης (η) outer access structure
εξωτερικά τριχοειδή κύτταρα (τα) outer hair cells
εξωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) outer search path
εξωτερική σήραγγα (η) outer tunnel
εξωτερικό κέλυφος ΡΦ (το) outer VP shell
σχέση εξώτερου διαστήματος (η) outer-space relation
εξαγόμενο (το) / έξοδος (η) output