ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) | Otomanguean |
Οτόμι (η) (γλώσσα) | Otomi |
ωτοσκλήρωση (η) | otosclerosis |
δομή εξωτερικής πρόσβασης (η) | outer access structure |
εξωτερικά τριχοειδή κύτταρα (τα) | outer hair cells |
εξωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) | outer search path |
εξωτερική σήραγγα (η) | outer tunnel |
εξωτερικό κέλυφος ΡΦ (το) | outer VP shell |
σχέση εξώτερου διαστήματος (η) | outer-space relation |
εξαγόμενο (το) / έξοδος (η) | output |