ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| απώτερο πρόσωπο (το) | obviative |
| ετεροαναφορικός,-ή,-ό | obviative |
| Οξιτανική (η) (γλώσσα) | OC |
| περιστασιακός,-ή,-ό | occasional |
| περιστασιακή σημασία (η) | occasional meaning |
| Οξιτανική (η) (γλώσσα) | Occitan |
| Πλήρως κλειστά (τα) | occlude |
| έκκρουση (η), πλήρες κλείσιμο (το) | occlusion |
| εξώθηση (η) | occlusion |
| πλήρες κλείσιμο (το) | occlusion |