ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετωνυμικός,-ή,-ό | metonymic |
μετωνυμικό ΕΓΜ (Εξιδανικευμένο Γνωσιακό Μοντέλο) (το) | metonymic ICM |
μετωνυμία (η) | metonymy |
μέτρο (το) | metre |
μέτρηση (η) | metric |
μετρικός,-ή,-ό | metrical |
μετρικό λεξικό (το) | metrical dictionary |
μετρικό πλέγμα (το) | metrical grid |
μετρική ένταση (η) | metrical intension |
μετρικό σχήμα (το) | metrical pattern |