ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δομική επιβολή (η) | antecedent government |
| απαλοιφή που εμπεριέχεται στο ηγούμενο στοιχείο / σημείο (συν)αναφοράς (η/το) | antecedent-contained deletion |
| αναδρομική ημερομηνία (η) | antedating |
| προπαραλήγουσα (η) | antepenultima |
| προ-προτελευταίος-α-ο | antepenultimate |
| πρόσθιος,-α,-ο | anterior |
| ανθρωποκεντρική οργάνωση του λεξιλογίου (η) | anthropocentric organization of vocabulary |
| ανθρωπολογική γλωσσολογία (η) | anthropological linguistics |
| ανθρωπολογία (η) | anthropology |
| Ανθρωπονοματική (η) | anthroponomastics |