ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναλογικός σχηματισμός (ο) | leveling |
αναλογικός σχηματισμός (ο) | leveling / levelling |
διάταξη σε επίπεδα (η) | level-ordering |
προϋποθέσεις επάρκειας (οι), κριτήρια επάρκειας (τα) | levels of adequacy |
παράλειψη επιπέδου(η) | level-skipping |
λεξ(ι)- | lex(i)- |
LEXA (ΛΕΞΑ) (το) | LEXA |
λέξημα (το) | lexeme |
σημασιολογική λέξη (η) | lexeme |
Λεξημικός-ή-ό | lexemic |