ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Επίπεδο Ε (Εννοιοποίησης) (το) level C
πρόσφυμα επιπέδου Ι (το) level I-affix
επίπεδο ανάλυσης (το) level of analysis
επίπεδο προσοχής (το) level of attention
επίπεδο βάθους (το) level of depth
επίπεδο σάρωσης (το) level of scansion
Επίπεδος δυναμικός τόνος / τόνος (ο) Level stress/tone
επίπεδος τόνος (ο) level tone
βαθμιαίοι μουσικοί τόνοι (οι) level tones
επίπεδοι μουσικοί τόνοι (οι) level tones