ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ομιλιτής Περιορισμένων Αγγλικών (ο) LES
κακώσεις (οι) lesions
σχέδιο μαθήματος (το) lesson plan
δομή "let alone" (η) let alone construction
γράμμα (το) letter
αλφαβήτιση γράμμα-προς-γράμμα (η) letter-by-letter alphabetisation
αναλογικός σχηματισμός (ο) level
επίπεδο (το) level
επίπεδο (το), επίπεδος-η-ο, σχηματίζομαι αναλογικά level
σταθερός τόνος (ο) level accent