ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μαθησιακή στρατηγική (η) learning strategy
προτιμώμενος τρόπος εκμάθησης (ο) learning style
Κόρπους Εκμάθησης της Προσοδίας μίας Ξένης Γλώσσας (το) Learning the Prosody of a Foreign Language (LeaP) Corpus
Θεωρία της μάθησης (η) Learning theory
ελάχιστη προσπάθεια (η) least effort
λέκτος (η) lect
λεκτικός,-ή,-ό lectal
Κόρπους Αγγλικών Διαλέκτων του Ληντς (το) Leeds Corpus of English Dialects
περιορισμός / συνθήκη αριστερής διακλάδωσης (η) left branch constraint / condition
αριστερή μετατόπιση (η) left dislocation