ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μαθησιακή στρατηγική (η) | learning strategy |
προτιμώμενος τρόπος εκμάθησης (ο) | learning style |
Κόρπους Εκμάθησης της Προσοδίας μίας Ξένης Γλώσσας (το) | Learning the Prosody of a Foreign Language (LeaP) Corpus |
Θεωρία της μάθησης (η) | Learning theory |
ελάχιστη προσπάθεια (η) | least effort |
λέκτος (η) | lect |
λεκτικός,-ή,-ό | lectal |
Κόρπους Αγγλικών Διαλέκτων του Ληντς (το) | Leeds Corpus of English Dialects |
περιορισμός / συνθήκη αριστερής διακλάδωσης (η) | left branch constraint / condition |
αριστερή μετατόπιση (η) | left dislocation |