ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διαταραχή λόγου (η) language impairment
επισημειωτής ανεξαρτήτου γλώσσας (ο) language independent tagger
γλωσσική πληροφορία (η) language information
γλωσσικό ένστικτο (το) language instinct
παρεμβολή (η) language interference
απομονωτική γλώσσα (η) language isolate
Γλώσσα απομόνωσης (η) language isolate
εργαστήριο γλώσσας (το) language laboratory
Εκμάθηση γλώσσας (η) language learning
Εκμάθηση γλώσσας (η) Language learning