ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσέγγιση της γλωσσικής εμπειρίας (η) | language experience approach |
γλωσσικός τομέας (ο) | language faculty |
γλωσσική ικανότητα (η) | language faculty |
γλωσσική οικογένεια (η), οικογένεια γλωσσών (η) | language family |
ειδική γλώσσα (η) | language for special purposes |
γλώσσα για ειδικούς σκοπούς (η) | language for special purposes |
γλωσσικές λειτουργίες (οι) | language functions |
γλωσσικό παιχνίδι (το) | language game / language game |
ιστορία της γλώσσας (η) | language history |
αναγνωριστικό γλώσσας (το) | language identifier |