ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απομονωτική γλώσσα (η) | isolating language / isolated language / language isolate |
απομόνωση (η) | isolation |
ισόλεκτος (η) | isolect |
ισόλεξο (το) | isolex |
ισόμορφο (το) | isomorph |
ισομορφικός,-ή,-ό | isomorphic |
ισομορφικά συστήματα (τα) | isomorphic systems |
ισομορφισμός (o) | isomorphism |
ισόφωνο (το) | isophone |
ισόπληθος (η) | isopleth |