ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ισοχρονισμός (ο) | isochronism |
ισοχρονία (η) | isochronism |
ισόχρονος-η-ο | isochronous |
ισόχρονος-η-ο | isochronous |
ισοχρονία (η) | isochrony |
ισοχρονισμός (ο) | isochrony |
ισόγλωσσο (το) | isogloss |
ισόγλωσσα (τα) | isoglosses |
ισογλωσσική γραμμή (η) | isoglottic line |
ισόγραφο (το) | isograph |