ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανώμαλο ρήμα (το) | irregular verb |
ανωμαλία (η) | irregularity |
μη αναστρέψιμη ιδιωματική φράση (η) | irreversible idiom |
αποφυγή επαναλήψεων | irritation |
Ισλανδικά (τα) | IS |
νησίδα (η) | island |
συνθήκη της νησίδας (η) | island condition |
περιορισμός της νησίδας (ο) | island constraint |
Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ο) | ISO |
ισο- | iso- |