ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ανώμαλο ρήμα (το) irregular verb
ανωμαλία (η) irregularity
μη αναστρέψιμη ιδιωματική φράση (η) irreversible idiom
αποφυγή επαναλήψεων irritation
Ισλανδικά (τα) IS
νησίδα (η) island
συνθήκη της νησίδας (η) island condition
περιορισμός της νησίδας (ο) island constraint
Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ο) ISO
ισο- iso-