ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εσωτερική επάρκεια (η) | internal adequacy |
| εσωτερικό όρισμα (το) | internal argument |
| εσωτερικός δανεισμός (ο) | internal borrowing |
| εσωτερικοί αιτιακοί παράγοντες (οι) | internal causal factors |
| εσωτερικές συνθήκες επάρκειας (οι) | internal conditions of adequacy |
| αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας (η) | internal consistency reliability |
| εσωτερική διγλωσσία (η) | internal diglossia |
| εσωτερική απόδειξη (η) | internal evidence |
| εσωτερικοί παράγοντες (οι) | internal factors |
| εσωτερική κλίση (η) | internal inflection |