ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διεπίπεδο (το) interface
Διεπίπεδο (το), διεπαφή (η), επίπεδο διεπαφής (το), επίπεδο διασύνδεσης (το) Interface
επίπεδο διασύνδεσης (το) interface level
διεπίπεδο (το) interface level
παρεμβολή (η) interference
αρνητικοί δείκτες (οι) interference
μεσένθημα (το) interfix
διομαδική επικοινωνία (η) intergroup communication
προσωρινή γραμματική (η) interim grammar
εσωτερικός,-ή,-ό interior