ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εμπρόθετη στάση (η) | intentional stance |
αποβλεπτικότητα (η), προθετικότητα (η) | intentionality |
αλληλεπίδραση (η) | interaction |
ενδιάμεσο επίπεδο (το) | inter-level |
ομάδα διαντιληπτικού κέντρου (η) | inter-perceptual center group |
διάστημα διαντιληπτικού κέντρου (η) | inter-perceptual center interval |
διαβαθμολογική αξιοπιστία (η), αξιοπιστία αξιολογητών (η) | inter-rater reliability |
διαπροτασιακή σχέση (η) | inter-sentence relation |
μεταξύ των ομιλητών | inter-speaker |
ομάδα διαφωνηεντικής έναρξης (η) | inter-vocalic onset group |