ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εμπρόθετη στάση (η) intentional stance
αποβλεπτικότητα (η), προθετικότητα (η) intentionality
αλληλεπίδραση (η) interaction
ενδιάμεσο επίπεδο (το) inter-level
ομάδα διαντιληπτικού κέντρου (η) inter-perceptual center group
διάστημα διαντιληπτικού κέντρου (η) inter-perceptual center interval
διαβαθμολογική αξιοπιστία (η), αξιοπιστία αξιολογητών (η) inter-rater reliability
διαπροτασιακή σχέση (η) inter-sentence relation
μεταξύ των ομιλητών inter-speaker
ομάδα διαφωνηεντικής έναρξης (η) inter-vocalic onset group