ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ακεραιότητα (η) | integrity |
κατανοητότητα (η) | intelligibility |
καταληπτότητα (η) | intelligibility |
κατανοητότητα (η) | intelligibillity |
κατανοητός,-ή,-ό | intelligible |
επιδιωκόμενη συναγωγή (η) | intended inference |
ενισχυτικός προσδιορισμός (ο) | intensifier |
εντασιακός δείκτης (ο) | intensifier |
εντασιακός,-ή,-ό | intensifying |
ενισχυτικός,-ή,-ό | intensifying |