ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
όργανο (το) instrument
οργανικός,-ή,-ό instrumental (inst, INST)
τροπική πρόταση (η) instrumental clause
οργανική λειτουργία (η) instrumental function
κίνητρα επίτευξης στόχων (τα) instrumental motivation
οργανικά κίνητρα (τα) instrumental motivation
οργανικό ουσιαστικό (το) instrumental noun
εργαστηριακή φωνητική (η) instrumental phonetics
πειραματική φωνητική (η) instrumental phonetics
Εργαστηριακή φωνητική (η), Πειραματική φωνητική (η) instrumental phonetics