ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εσωτερικό κέλυφος ΡΦ (το) inner VP shell
εσωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) innersearch path
σχέση εσώτερου διαστήματος (η) inner-space relation
νεωτερισμός (ο) innovation
είσοδος (η) input
γλωσσικό εισαγόμενο (το) input
Εισαγόμενο (το), είσοδος (η), εισαγόμενο υλικό (το) input
μορφότυπο εισόδου (το) input format
υπόθεση του κατανοητού γλωσσικού εισαγόμενου (η) input hypothesis
μοντέλο του κατανοητού γλωσσικού εισαγόμενου (το) input model