ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εναρκτικός,-ή,-ό | initive |
εμφύτευση (η)/έγχυση (η) | injection |
αμφιμονότιμος,-η,-ο, αμφιμονοσήμαντος,-η,-ο | injective |
επιτακτικός,-ή,-ό | injunctive |
ακαθόριστο ως προς το χρόνο και τη διάθεση ρήμα (το) | injunctive |
εξεζητημένος όρος (ο) | inkhorn term |
εξεζητημένος όρος (ο), επιτήδευση (η) | inkhornism |
στόμιο εισαγωγής (το) | inlet |
έμφυτος,-η,-ο | innate |
εγγενώς ελεγχόμενη (συμπεριφορά) (η) | innately guided |