ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εναρκτικός,-ή,-ό initive
εμφύτευση (η)/έγχυση (η) injection
αμφιμονότιμος,-η,-ο, αμφιμονοσήμαντος,-η,-ο injective
επιτακτικός,-ή,-ό injunctive
ακαθόριστο ως προς το χρόνο και τη διάθεση ρήμα (το) injunctive
εξεζητημένος όρος (ο) inkhorn term
εξεζητημένος όρος (ο), επιτήδευση (η) inkhornism
στόμιο εισαγωγής (το) inlet
έμφυτος,-η,-ο innate
εγγενώς ελεγχόμενη (συμπεριφορά) (η) innately guided