ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τύπος του γερούνδιου της αγγλικής (ο) | ing |
Τύπος –ing (ο), Τύπος του γερούνδιου της αγγλικής (ο) | ing form |
εισπνευστικός,-ή,-ό | ingressive |
εναρκτικός,-ή,-ό | ingressive |
εισπνευστικός μηχανισμός ρεύματος του αέρα (ο) | ingressive air stream mechanism |
εισπνευστικός φθόγγος (μηχανισμός ρεύματος αέρα) (ο) | ingressive sound |
Ινγκρική (η) | Ingrian |
εγγενής αιτιατική (η) | inherent accusative |
εγγενής αμφισημία (η) | inherent ambiguity |
εγγενής πτώση (η) | inherent Case |