ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τύπος του γερούνδιου της αγγλικής (ο) ing
Τύπος –ing (ο), Τύπος του γερούνδιου της αγγλικής (ο) ing­ form
εισπνευστικός,-ή,-ό ingressive
εναρκτικός,-ή,-ό ingressive
εισπνευστικός μηχανισμός ρεύματος του αέρα (ο) ingressive air stream mechanism
εισπνευστικός φθόγγος (μηχανισμός ρεύματος αέρα) (ο) ingressive sound
Ινγκρική (η) Ingrian
εγγενής αιτιατική (η) inherent accusative
εγγενής αμφισημία (η) inherent ambiguity
εγγενής πτώση (η) inherent Case