ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Απεριγραπτότητα (η) | ineffability |
απερίγραπτος-η-ο | ineffable |
διαγλώσσα (η) | inerlanguage |
εντοπικός,-ή,-ό | inessive |
ανεπιτυχής,-ής,-ές | infelicitous |
ανεπιτυχές εκφώνημα (το) | infelicitous utterance |
συναγωγή (η) | inference |
κανόνας συμπεράσματος (ο) | inference rule |
εξαγωγή συμπερασμάτων (η) | inferencing |
επαγωγικός-ή-ό, συμπερασματικός-ή,-ό | inferential |