ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Απεριγραπτότητα (η) ineffability
απερίγραπτος-η-ο ineffable
διαγλώσσα (η) inerlanguage
εντοπικός,-ή,-ό inessive
ανεπιτυχής,-ής,-ές infelicitous
ανεπιτυχές εκφώνημα (το) infelicitous utterance
συναγωγή (η) inference
κανόνας συμπεράσματος (ο) inference rule
εξαγωγή συμπερασμάτων (η) inferencing
επαγωγικός-ή-ό, συμπερασματικός-ή,-ό inferential