ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξατομικευμένη διδασκαλία (η) individualized instruction
εξατομικευτικό επίθημα (το) individuative suffix
Ινδο-Άρια (η) (γλώσσα) Indo-Aryan
ιαπετικός,-ή,-ό indoeuropean / Indo-European (IE)
ινδοευρωπαϊκός,-ή,-ό indoeuropean / Indo-European (IE)
Ινδογερμανική (η) (γλώσσα) Indo-Germanic
ινδοχεττιτική υπόθεση (η) Indo-Hittite hypothesis
ινδοϊρανική (η) Indo-Iranian
Ινδο-Ειρηνική (η) (υπόθεση,γλώσσα) Indo-Pacific
Ινδο-Ουραλική (η) (γλώσσα) Indo-Uralic