ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| έμμεσος,-η,-ο | indirect |
| πλάγιος,-α,-ο | indirect |
| Έμμεσος-η-ο, Πλάγιος-α-ο | indirect |
| έμμεση προσταγή (η) | indirect command |
| πλάγιος λόγος (ο) | indirect discourse |
| πλάγια ερωτηματική πρόταση (η) | indirect interrogative clause |
| έμμεση αρνητική ανατροφοδότηση (η) | indirect negative backchanneling |
| έμμεση αρνητική ανατροφοδότηση (η) | indirect negative feedback |
| έμμεσο αντικείμενο (το) | indirect object |
| γενική έμμεσου αντικειμένου (η) | indirect object genitive |