ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αόριστο άρθρο (το) | indefinite article |
αόριστη αντωνυμία (η) | indefinite pronoun |
αόριστη αναφορά (η) | indefinite reference |
Αόριστο φωνήεν (το) | Indefinite vowel |
αοριστότητα (η) | indefiniteness |
εσοχή (η), ενδοπαραγραφοποίηση (η) | indentation |
Ανεξάρτητη πρόταση (η) | independent clause |
Ανεξάρτητη πρόταση (η) | Independent clause |
ανεξάρτητος παράλληλος νεωτερισμός (ο) | independent parallel innovation |
ανεξάρτητη μεταβλητή (η) | independent variable |