ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κατάλογος συμπερίληψης (ο) inclusion list
εγκλειστικός,-η,-ο inclusive
μη αποκλειστικός,-ή,-ό inclusive
Μη αποκλειστικός-ή-ό, εγκλειστικός-ή-ό inclusive (incl)
εγκλείον «εμείς» (το) inclusive “we”
εγκλείουσα διάζευξη (η) inclusive disjunction
εγκλείον πρώτο πρόσωπο (το) inclusive first person
δομές εγκλείοντος πρώτου προσώπου (οι) inclusive first person forms
εγκλειστική γλώσσα (η) inclusive language
διάκριση αποκλειστικού (η) inclusive opposition