ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατάλογος συμπερίληψης (ο) | inclusion list |
εγκλειστικός,-η,-ο | inclusive |
μη αποκλειστικός,-ή,-ό | inclusive |
Μη αποκλειστικός-ή-ό, εγκλειστικός-ή-ό | inclusive (incl) |
εγκλείον «εμείς» (το) | inclusive “we” |
εγκλείουσα διάζευξη (η) | inclusive disjunction |
εγκλείον πρώτο πρόσωπο (το) | inclusive first person |
δομές εγκλείοντος πρώτου προσώπου (οι) | inclusive first person forms |
εγκλειστική γλώσσα (η) | inclusive language |
διάκριση αποκλειστικού (η) | inclusive opposition |