ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συνεπαγωγικό ρήμα (το) implicative verb
υπονόημα (το) implicature
υπόρρητος,-η,-ο implicit
Υπόρρητο όρισμα (το) Implicit argument
υπορρητη δήλωση ή άρνηση (η) implicit assertion or denial
υπόρρητες δομές κλειστής τάξης (οι) implicit closed class forms
υπόρρητος ορισμός (o) implicit definition
υπόρρητη παραγωγή (η) implicit derivation
υπόρρητο επιτελεστικό (το) implicit perfomative
εσωθητικός,-η,-ο implosive