ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παρατατικός χρόνος (ο) imperfect tense (imp, imperf, impf, IMPF)
μη συνοπτικός,-ή,-ό imperfective
μη συνοπτική μετοχή (η) imperfective participle
μη συνοπτικός χρόνος (ο) imperfective tense
απρόσωπος,-η,-ο impersonal
απρόσωπη δομή (η) impersonal construction
απρόσωπη παθητική (φωνή) (η) impersonal passive
απρόσωπα ρήμα (το) impersonal verb
τριτοπρόσωπο ρήμα (το) impersonal verb
πραγμάτωση (η) implementation