ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κυριαρχώ άμεσα | immediately dominate |
εμβάπτιση (η) | immersion |
πρόγραμμα εμβάπτισης (το) | immersion programme |
μη-μεταλλασσόμενος-η-ο | immutative |
ανισοσύλλαβος-η-ο | imparisyllabic |
αντικειμενικός-ή-ό | impartial |
αντικειμενικότητα (η) | impartiality |
προστακτική (η) | imperative (imp, imper, IMPER) |
μετασχηματισμός προστακτικής (ο) | imperative transformation |
παρατατικός (o) | imperfect |