ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ιδιοσυγκρασιακό χαρακτηριστικό (το) idiosyncratic feature
ιδιωματική λεξικογραφία (η) idioticography
ιδιωματικό λεξικό (το) idioticon
ιδιωτισμός (ο) / ιδιωματισμός (ο) idiotism
ιδιωματική λεξικογραφία (η) idiotography
ανενεργό κανάλι (το) idle channel 
Διεθνής Τεχνητή Γλώσσα (η) IE
Ίγκμπο (η) (γλώσσα) Igbo
Ίτζο (η) (γλώσσα) Ijo
Ινουπιακή (η) (γλώσσα) IK