ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ιδιοσυγκρασιακό χαρακτηριστικό (το) | idiosyncratic feature |
| ιδιωματική λεξικογραφία (η) | idioticography |
| ιδιωματικό λεξικό (το) | idioticon |
| ιδιωτισμός (ο) / ιδιωματισμός (ο) | idiotism |
| ιδιωματική λεξικογραφία (η) | idiotography |
| ανενεργό κανάλι (το) | idle channel |
| Διεθνής Τεχνητή Γλώσσα (η) | IE |
| Ίγκμπο (η) (γλώσσα) | Igbo |
| Ίτζο (η) (γλώσσα) | Ijo |
| Ινουπιακή (η) (γλώσσα) | IK |