ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) | heightened subglottal pressure |
| ελληνικός-ή-ό | hellenic |
| βοηθητικό ρήμα (το) | helping verb |
| Κόρπους Αγγλικών Κειμένων του Ελσίνκι: Διαχρονικό Μέρος (το) | Helsinki Corpus of English Texts: Diachronic Part |
| Κόρπους Παλαιάς Σκωτικής του Ελσίνκι (το) | Helsinki Corpus of Older Scots |
| ημιπληγικός,-ή-ό | hemiplegic |
| ημισφαίριο (το) | hemisphere |
| εν δια δυοίν (το) (σχήμα λόγου) | hendiadys |
| εν δια δυοίν (το) (σχήμα λόγου) | hendiadys |
| γλώσσα καταγωγής (η) | heritage language |