ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| τυπικός,-ή,-ό | formal |
| Τυπικός-ή-ό, επίσημος-η-ο | formal |
| τυπικός συμφυρμός (ο) | formal blend |
| τυπικό σχόλιο (το) | formal comment |
| τυπική συνθετότητα/περιπλοκότητα, γεννητική δυναμικότητα (η) | formal complexity |
| τυπικά κριτήρια (τα) | formal criteria |
| τυπικό κριτήριο (το) | formal criteriοn |
| επίσημος ορισμός (ο) | formal definition |
| τυπική τάξη (η) | form-class |
| διδασκαλία εστιασμένη στον τύπο (η) | form-focused teaching |