ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πεπερασμένο κλείσιμο (το) | finite closure |
| παρεμφατικός τύπος | finite form |
| γλώσσα με πεπερασμένο αριθμό προτάσεων (η) / πεπερασμένηη γλώσσα (η) | finite language |
| πεπερασμένο σύνολο | finite set |
| αυτόματο πεπερασμένης κατάστασης | finite state automaton |
| μηχανή πεπερασμένης κατάστασης | finite state machine |
| μετατροπέας πεπερασμένης κατάστασης | finite state transducer |
| παρεμφατικός τύπος ρήματος (ο) | finite verb form |
| αυτόματο πεπερασμένης κατάστασης | finite-state automaton |
| γραμματική των πεπερασμένων φάσεων (η) | finite-state grammar |